- παραπηδήσειαν
- παραπηδάωoverleapaor opt act 3rd pl (attic ionic)παραπηδάωoverleapaor opt act 3rd pl (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραπηδώ — παραπηδῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. πηδώ σε μεγάλο ύψος ή μήκος 2. γλιστρώ καθώς πηδώ μσν. ξεπερνώ κάποιον με πήδημα αρχ. 1. παραβαίνω, παραβιάζω (εἰ πάντας παραπηδήσειαν τοὺς νόμους», Αισχίν.) 2. (για σκύλο) εφορμώ, επιτίθεμαι 3. μτφ. αναπηδώ στο βήμα… … Dictionary of Greek